- κατάραχα
- επίρρ., πάνω στη ράχη του βουνού, κατάκορφα: Τα γίδια έβοσκαν κατάραχα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατάραχα — και κατάρραχα επίρρ. στη ράχη τού βουνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ράχη + επιρρμ. κατάλ. α] … Dictionary of Greek
κατάρραχα — επίρρ. βλ. κατάραχα … Dictionary of Greek
καταρραχής — και καταρραχίς επίρρ. κατάραχα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ράχη + επιρρμ. κατάλ. ης / ις, (πρβλ. καταγ ής, ολο νυκτ ίς)] … Dictionary of Greek
ροβολώ — άω, Ν 1. κατεβαίνω γοργά από ύψωμα (α. «βλαχούλα ν εροβόλαγε από ψηλή ραχούλα», δημ. τραγούδι β. «και ροβολούν κατάραχα τ αρνιά γκρεμούς και πλάγια», Γρυπάρ.) 2. εφορμώ ακάθεκτος εναντίον αντιπάλου που βρίσκεται σε χαμηλότερη θέση από τη δική μου … Dictionary of Greek